ιστοχημικός

ιστοχημικός
-ή, -ό
ο σχετικός με την ιστοχημεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. histochimique < histo-chim- (πρβλ. ἱστο-χημεία) + ique (πρβλ. -ικός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”